ἀνακοιρανέω
From LSJ
Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
English (LSJ)
A rule or command in a place, Posidipp. ap. Ath.7.318d.
German (Pape)
[Seite 193] herrschen, Posidip. 21 (App. 67). Hom. Il. 5, 824 μάχην ἀνὰ κοιρανέοντα gehört nicht hierher.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακοιρᾰνέω: ἄρχω, βασιλεύω, διοικῶ, ἔν τινι τόπῳ, Ἀνθ. Π. παράρτ. 67. ― Παρ’ Ὁμήρῳ Ἰλ. Ε. 824 γράφεται νῦν κεχωρισμένως, ἀνὰ κοιρανέοντα.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
commander à ou dans.
Étymologie: ἀνά, κοιρανέω.
Spanish (DGE)
(ἀνακοιρᾰνέω) regir, reinar ἐπὶ Ζεφυρίτιδος ἀκτῆς Posidipp.13.3P.