ἀναπόλαυστος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A not to be enjoyed, Plu.2.829d, 1104f. 2 Act., not enjoying, Phld.Mort.13; ἡδονῶν Heph.Astr.1.1, Hsch.
German (Pape)
[Seite 203] ungenießbar, Plut. Nach Hesych. auch act., nicht genießend.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπόλαυστος: -ον, οὗ δὲν δύναταί τις ἢ δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ἀπολαύσῃ, Πλούτ. 2. 829D, 1104E. 2) ὁ μὴ ἀπολαύων τινός, «ἄγευστος» Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dont on ne jouit pas.
Étymologie: ἀ, ἀπολαύω.
Spanish (DGE)
-ον
1 que no puede ser disfrutado (ἀπληστίαν) ἦς ἀναπόλαυστόν ἐστιν αὐτοῖσι τὸ τέλος Plu.2.829d.
2 que no disfruta Phld.Mort.13.12, Hsch., ἡδονῶν Heph.Astr.1.1.38.