ἀνέρομαι

From LSJ
Revision as of 20:24, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

German (Pape)

[Seite 226] s. ἀνείρομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνέρομαι: ἴδε ἀνείρομαι.

French (Bailly abrégé)

f. ἀνερήσομαι, ao.2 ἀνηρόμην, pf. inus.
interroger : τινα qqn ; τι demander qch ; τινά τι demander qch à qqn ; μή μ’ ἀνέρῃ τίς εἰμι SOPH ne me demande pas qui je suis.
Étymologie: ἀνά, ἔρομαι.

Greek Monotonic

ἀνέρομαι: Επικ. -είρομαι· αόρ. βʹ -ηρόμην, απαρ. -ερέσθαι, μέλ. -ερήσομαι·
1. με αιτ. προσ., ερωτώ κάποιον, εξετάζω, ανακρίνω, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ.
2. με αιτ. πράγμ., ρωτώ για κάτι, σε Ομήρ. Οδ., Πλάτ.
3. με διπλή αιτ., ρωτώ κάποιον για κάτι, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.