ἀνδρειφόντης
From LSJ
Sophocles, Oedipus Coloneus l. 1225
English (LSJ)
ον, ὁ,
A man-slaying, epith. of Ἐνυάλιος, Il.2.651, etc.; but the metre requires ἀδρι-φόντης, cf. ἀνδρότης.
German (Pape)
[Seite 217] Ἐνυάλιος, der Männer mordende, Il. 2, 651. 7, 166. 8, 264. 17, 259.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνδρειφόντης: -ου, ὁ (φονεύω) ἀνδροφόνος, ἀείποτε ὡς ἐπίθ. τοῦ θεοῦ τοῦ πολέμου, Ἐνυαλίῳ ἀνδρειφόντῃ Ἰλ. Β. 651, κτλ.: πρβλ. ἀνδροφόνος: ἀλλὰ τὸ μέτρον φαίνεται ὡς νὰ ἀπαιτῇ ἀνδροφόντης, πρβλ. ἁδρός.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
tueur d’hommes.
Étymologie: ἀνήρ, πεφνεῖν.
Spanish (DGE)
-ου
• Grafía: tb. ἀνδρεφ- Eust.183.6
matador de hombres epít. de Enialio Il.2.651, cf. Hsch., Eust.l.c.