ὁμοίωμα
Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu
English (LSJ)
ατος, τό,
A likeness, image, Pl.Phdr.250a, Arist.Rh.1356a31 (v.l. ὁμοία), Epicur.Ep.1p.10U., Nat.11.6 : pl., Pl.Phdr.250b, Sph.266d, al. ; ἐξ ὁμοιώματος in accordance with the practice in similar cases, by analogy, OGI669.52 (Egypt, i A. D.).
German (Pape)
[Seite 337] τό, das Gleichgemachte, Abbild, Gleichniß; τὰ δὲ ἄλλα τούτοις ἐοικέναι καὶ εἶναι ὁμοιώματα, Plat. Parm. 132 d; ὅταν τι τῶν ἐκεῖ ὁμοίωμα ἴδωσιν, Phaedr. 250 a, öfter; Arist. Eth. 8, 10 u. Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμοίωμα: τό, πρᾶγμά τι ἔχον ὁμοιότητα πρὸς ἄλλο, ἀπεικόνισμα, ὅταν τι τῶν ἐκεῖ ὁμοίωμα ἴδωσιν, ἐκπλήττονται Πλάτ. Φαῖδρ. 250Α· μόριόν τι τῆς διαλεκτικῆς καὶ ὁμοίωμα Ἀριστ. Ρητορ. 1. 2, 7· πληθ., Πλάτ. Φαῖδρ. 250Β, Πολιτ. 266D· ἐν ὁμοιώματι εἰκόνος φθαρτοῦ ἀνθρώπου Ἐπιστ. πρὸς Ρωμ. α΄, 23.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
objet ressemblant, image.
Étymologie: ὁμοιόω.
English (Strong)
from ὁμοιόω; a form; abstractly, resemblance: made like to, likeness, shape, similitude.