ἀνταπερύκω
From LSJ
οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)
English (LSJ)
[ῡ],
A keep off in turn, AP15.14 (Theoph.).
German (Pape)
[Seite 244] dagegen abhalten, Anth. Pal. XV, 14.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνταπερύκω: [ῡ], ἀποκρούω καὶ ἐγώ, Ἀνθ. Π. 15. 14.
French (Bailly abrégé)
repousser en revanche.
Étymologie: ἀντί, ἀπερύκω.
Greek Monotonic
ἀνταπερύκω: [ῡ], μέλ. -ξω, αποκρούω με τη σειρά μου, σε Ανθ.