εἴσαντα
From LSJ
Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld
German (Pape)
[Seite 740] ep. auch ἔσαντα, entgegen, gegenüber; ἰδεῖν, genau ansehen, Od. 11, 143; ἰδέσθαι, 5, 217.
French (Bailly abrégé)
ou ἔσαντα (ἰδών);
en face (regardant).
Étymologie: εἰς, ἄντα.
Greek Monotonic
εἴσαντα: Επικ. ἔσ-αντα, επίρρ., ακριβώς απέναντι, ἔσ. ἰδεῖν, κοιτάζω καταπρόσωπα, κατάματα, σε Όμηρ.