βαθύφρων
From LSJ
Λιμὴν νεὼς ὅρμος, βίου δ' ἀλυπία → Des Lebens Ankerplatz und Port ist Seelenruh → Λιμὴν πλοίου μέν, ἀλυπία δ' ὅρμος βίου
English (LSJ)
ον, gen. ονος,
A = βαθύβουλος, Sol.33.1; Μοῖραι Pi.N.7.1.
German (Pape)
[Seite 425] tiefverständig, Μοῖραι Pind. N. 7, 1; Sol. bei Plut. Sol. 14.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰθύφρων: -ον, =βαθύβουλος, Σόλ. 25. 1, Πίνδ. Ν. 7. 1.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
à l’esprit profond, aux desseins profonds.
Étymologie: βαθύς, φρήν.
English (Slater)
βαθύφρων
1 with profound thoughts Μοισᾶν βαθυφρόνων (N. 7.1)