ὑποπετάννυμι

From LSJ
Revision as of 12:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποπετάννῡμι Medium diacritics: ὑποπετάννυμι Low diacritics: υποπετάννυμι Capitals: ΥΠΟΠΕΤΑΝΝΥΜΙ
Transliteration A: hypopetánnymi Transliteration B: hypopetannymi Transliteration C: ypopetannymi Beta Code: u(popeta/nnumi

English (LSJ)

   A spread out under, lay under, ὑπὸ λῖτα πετάσσας Od. 1.130; ὑ. τι κάτωθεν Hp.Fist.7:—Pass., πεδίον ὑποπεπταμένον Luc. Fug.25.

German (Pape)

[Seite 1228] (s. πετάννυμι), darunter ausbreiten, unterlegen, πεδίον ὑποπεπταμένον, Luc. fugit. 25.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποπετάννῡμι: μέλλ. -πετάσω, ἁπλώνω ὑποκάτωθεν, ὑποβάλλω κάτωθεν, ὑπὸ λῖτα πετάσσας Ὀδ. Α. 130· ὑπ. τι κάτωθεν Ἱππ. 887C - Παθ., πεδίον ὑποπεπταμένον Λουκιαν. Δραπέτ. 25.

French (Bailly abrégé)

étendre dessous.
Étymologie: ὑπό, πετάννυμι.

Greek Monolingual

Α
1. απλώνω κάτι αποκάτω («αὐτὴν δ' ἐς θρόνον εἷσεν ἄγων, ὑπὸ λῑτα πετάσσας», Ομ. Οδ.)
2. (για εκτάσεις γης) απλώνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + πετάννυμι «απλώνω, εκτείνω»].