διαλανθάνω
English (LSJ)
fut.
A -λήσω Isoc.3.16, and as v.l. in Hp.Acut.(Sp.). 21 -λήσομαι: aor. διέλαθον: pf. διαλέληθα Pl.Euthd.278a:—escape notice, with part., διαλήσει χρηστὸς ὤν Isoc.l.c.; but also διαλαθὼν ἐσέρχεται Th.3.25: c. acc. pers., escape the notice of, θεούς X.Mem.1.4.19; σὲ τοῦτο διαλέληθε Pl.l.c., Isoc.1.44; ὁ διαλεληθὼς (sc. λόγος), a fallacy, Chrysipp.Stoic.2.8. II abscond, BGU1187.23 (i B. C.), PSI4.285.11 (iv A.D.).
German (Pape)
[Seite 586] (s. λανθάνω), ganz verborgen sein; Isocr. 11. 25; τινά, vor Jemandem, ihm entgehen, σὲ τοῦτο διαλέληθε Plat. Euthyd. 278 a; Legg. III, 677 d: Isocr. 1, 44; Xen. Mem. 1, 4, 19 u. Sp., wie Plut. Thes. 23; – c. partic., διαλήσει χρηστὸς ὤν Isocr. 3, 16; 4, 84; u. umgekehrt, διαλαθὼν εἰσέρχεται Thuc. 3, 25.
Greek (Liddell-Scott)
διαλανθάνω: μέλλ. -λησω, καὶ παρ’ Ἱππ. 399 -λήσομαι, ἀόρ. διέλᾰθον· -- διαφεύγω τὴν προσοχήν τινος, μετὰ μετοχ., διαλήσει χρηστὸς ὢν Ἰσοκρ. 29 ἐν τέλ.· ἀλλ’ ὡσαύτως, διαλαθὼν εἰσέρχεται Θουκ. 3. 25· μετ’ αἰτιατ. προς., διαφεύγω τὴν προσοχήν τινος, θεοὺς Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 19· σὲ τοῦτο διαλέληθε Πλάτ. Εὐθυδ. 278Α.
French (Bailly abrégé)
f. διαλήσω, ao.2 διέλαθον, etc.
demeurer caché, être ignoré : διαλανθάνειν θεούς XÉN être ignoré des dieux, échapper à la connaissance des dieux ; διαλήσει χρηστὸς ὤν ISOCR on ignorera qu’il est homme de bien ; διαλαθὼν εἰσέρχεται THC il entre sans avoir été remarqué.
Étymologie: διά, λανθάνω.
Spanish (DGE)
• Morfología: [fut. διαλήσω Isoc.3.16]
1 intr. permanecer ignorado, pasar inadvertido c. part. pred. διαλήσει χρηστὸς ὤν se ignorará que es honrado Isoc.l.c., ὁ Χαιρέας ... διαλαθών πως ... ἐς τὴν Σάμον ἐλθὼν ἀγγέλλει τοῖς στρατιώταις Th.8.74, ἔγνω ὅτι μᾶλλον οἷόν τε διαλαθεῖν κακῷ ὄντι ἐν δημοκρατουμένῃ πόλει X.Ath.2.20, μήποτε γὰρ διαλανθάνει πᾶς ὁ κόσμος νοσέων pues quizá no se te oculta que el mundo entero está enfermo Hp.Ep.17.4, ἵνα διαλάθῃς ... τὴν ἀλήθειαν ἀποφεύγων Eust.Mon.Ep.328, εἰ γὰρ τοιοῦτόν τι διαλάθοι τολμηθέν pues si semejante osadía pasase inadvertida, PSI 285.11 (IV d.C., cf. BL 1.394), abs. διαλαθὼν ἐσέρχεται entra sin ser visto Th.3.25, οἱ ἀδελφοὶ διέλαθον LXX 2Re.4.6, οἰόμεναι [δι] αλαθεῖν καὶ μὴ ὑπέξειν [τ] ὸν περὶ τούτων λόγον BGU 1187.23 (I a.C.), cf. Longin.17.1, περὶ το[ῦ διαλε] ληθότος tít. de una obra de Crisipo, Phld.Stoic.Hist.11.5, D.L.7.198
•en v. med. mismo sent. ὥστ' εἰ καί τις διαλαθέσθαι ἠβούλοιτο PKöln 186.6 (II a.C.).
2 tr., c. suj. de cosa y ac. de pers. permanecer ignorado para, escapar al conocimiento de ἐπείπερ ἡγήσαιντο μηδὲν ἄν ποτε ὧν πράττοιεν θεοὺς διαλαθεῖν X.Mem.1.4.19, τοῦτο ... μυριάκις μύρια ἔτη διελάνθανεν ἄρα τοὺς τότε eso (los progresos culturales) permanecieron ignorados para los de entonces durante miles y miles de años Pl.Lg.677d, σὲ τοῦτο ... διαλέληθεν Pl.Euthd.278a, οὐδὲ γὰρ ἐμὲ τοῦτο διέλαθεν Isoc.1.44, ἄλλο ἡμᾶς διέλαθεν Luc.DMort.14.1, cf. Plu.2.961a.