ὑπερτιμάω
From LSJ
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
English (LSJ)
A honour exceedingly, τινα S.Ant.284, LXX 4 Ma.8.5; prize overmuch, Ph.1.112:—Pass., Luc.JTr.48.
German (Pape)
[Seite 1202] übermäßig schätzen, ehren; Soph. Ant. 284, überschätzen.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερτῑμάω: τιμῶ ὑπερβαλλόντως, τινὰ Σοφ. Ἀντ. 284· ἐκτιμῶ εἰς ὑπερβολήν, ἀποδίδω ὑπερβάλλουσαν ἀξίαν εἴς τι, Φίλων 1. 112· ― Παθ., Λουκ. ἐν Διῒ Τραγῳδ. 48.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
honorer ou estimer particulièrement, acc..
Étymologie: ὑπέρ, τιμάω.
Greek Monotonic
ὑπερτῑμάω: μέλ. -ήσω, τιμώ υπερβολικά, τινά, σε Σοφ.