ἀχθεινός
Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren
English (LSJ)
ή, όν, (ἄχθος)
A burdensome, oppressive, of persons, E. Hipp.94; of things, Id.Hec.1240; τὸ-ότατον τοῦ βίου X.Mem.4.8.1; βοοκτασία, i.e. that cost the slayer dear, AP6.263 (Leon.). Adv. -νῶς unwillingly, οὐκ ἀ. ὁρᾶν τι X.HG4.8.27. II laborious, βόες IG14.2012.16 (Sulp. Max.).
German (Pape)
[Seite 418] (ἄχθος), lästig, unangenehm, Eur. Hipp. 94 Hec. 1222; Xen. Mem. 4, 8, 1. – Adv., οὐκ ἀχθεινῶς εἶδεν, nicht ungern, Xen. Hell. 4, 8, 27.
Greek (Liddell-Scott)
ἀχθεινός: -ή, -όν, (ἄχθος) φορτικός, ἐπαχθής, καταθλιπτικός, «βαρετός», ἐπὶ προσώπων, Εὐρ. Ἱππ. 94· ἐπὶ πραγμάτων, ὁ αὐτ. Ἑκ. 1240, Ξεν. Ἀπομν. 4. 8, 1: ― Ἐπίρρ. -νῶς, δυσαρέστως, οὐκ ἀχθεινῶς ἑώρα ὁ τῶν Βυζαντίων δῆμος ὁ αὐτ. Ἑλλ. 4. 8, 27.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
pénible, affligeant ; en parl. de pers. qui est une cause de souci;
Sp. ἀχθεινότατος.
Étymologie: ἄχθος.
Spanish (DGE)
-ά, -όν
I 1molesto, penoso, que acarrea penas τὸν ὄλεθρον ... ἀχθεινότατον Phalar.Ep.122, de una pers., E.Hipp.94, ἀχθεινὰ μέν μοι τἀλλότρια κρίνειν κακά E.Hec.1240, τὸ μὲν ἀχθεινότατον τοῦ βίου X.Mem.4.8.1, βοοκτασία AP 6.263 (Leon.), τὰ τὰς ψυχῆς ἀχθεινὰ πάθη Plu.2.118c, cf. Ages.2, γῆρας ISmyrna 540.2 (I d.C.).
2 apto para la carga βόες Sulp.Max.16.
II adv. -ῶς con disgusto οὐκ ἀ. ἑώρα X.HG 4.8.27, cf. Poll.3.99.