ναυαγέω

From LSJ
Revision as of 10:31, 22 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (eksahir)

εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ναυᾱγέω Medium diacritics: ναυαγέω Low diacritics: ναυαγέω Capitals: ΝΑΥΑΓΕΩ
Transliteration A: nauagéō Transliteration B: nauageō Transliteration C: navageo Beta Code: nauage/w

English (LSJ)

Ion. ναυηγ-, pf.

   A νεναυάγηκα Hdt.7.236 (-ηγ-), Eub.76: (ναῦς, ἄγνυμι):—suffer shipwreck, Hdt. l. c., X.Cyr.3.1.24, D.34.10, etc.: metaph., of chariots, Id.61.29; of an earthen vessel, A.Fr. 180; of persons, ν. ἐν τοῖς ἰδίοις Thphr. ap. D.L.5.55, cf. Phld.Vit. p.33 J.; ἐν τῷ βίῳ Ceb.24.2; περὶ τὴν πίστιν 1 Ep.Ti.1.19; χὡ μὲν ἐναυάγει γαίης ἔπι AP5.208 (Posidipp. or Asclep.); ναυαγεῖ συμπόσια μὴ τυχόντα παιδαγωγίας ὀρθῆς Plu.2.622b.

German (Pape)

[Seite 230] ion. ναυηγέω, Schiffbruch leiden, scheitern; Aesch. frg. 15; Her. 7, 236, im perf.; ναυαγῆσαι ἔφη τὸ πλοῖον παραπλέον εἰς Θευδοσίαν, Dem. 35, 31; Folgde, wie Pol. 6, 44, 7. – Auch übtr. von anderen Dingen, z. B. vom zerbrochenen Wagen, Dem. 61, 29; mißlingen, zu Schaden kommen, Sp., z. B. D. L. 5, 55; ἐν οἷς τὰ πλεῖστα ναυαγεῖ συμπόσια, Plut. Symp. 1, 4 E.

Greek (Liddell-Scott)

ναυᾱγέω: Ἰων. ναυηγ- (ἄγνυμι) ὡς καὶ νῦν, ναυαγῶ, πάσχω ναυάγιον, τῶν νέες νεναυαγήκασι τετρακόσιαι Ἡρόδ. 7. 236· οἱ πλέοντες (δεδιότες) μὴ ναυαγήσωσι Ξεν. Κύρ. 3. 1, 24· ὁ δὲ Λάμπις ἀναχθεὶς ἐναυάγησεν οὐ μακρὰν ἀπὸ τοῦ ἐμπορίου Δημ. 910. 7· - μεταφορ., ἐπὶ ἁρμάτων, συντρίβομαι, Δημ. 1410. 10· ἐπὶ πηλίνου ἀγγείου, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 179· ἐπὶ προσώπων, ν. ἐν τοῖς ἰδίοις Θεόφρ. παρὰ Διογ. Λ. 5. 55, πρβλ. Πλούτ. 2. 622Β.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
faire naufrage.
Étymologie: ναυαγός.

Spanish

naufragar