καλλιερέω

From LSJ
Revision as of 19:12, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_1)

Χειμὼν κατ' οἴκους ἐστὶν ἀνδράσιν γυνή → Mulier marito saeva tempestas domi → Als ein Gewitter tobt im Haus dem Mann die Frau

Menander, Monostichoi, 540
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλῐερέω Medium diacritics: καλλιερέω Low diacritics: καλλιερέω Capitals: ΚΑΛΛΙΕΡΕΩ
Transliteration A: kallieréō Transliteration B: kalliereō Transliteration C: kalliereo Beta Code: kalliere/w

English (LSJ)

pf.

   A κεκαλλιέρηκα Ph.1.319: plpf. ἐκεκαλλιερήκειν X. Cyr.6.4.12: (ἱερόν):—have favourable signs in a sacrifice, obtain good omens, of the person, κἂν καλλιερῆτε Pl.Com.51, cf. X. l. c., IG12.45.5, etc.:—also in Med., Hdt.6.82, Isoc.14.60, X.An.5.4.22, etc.; ἐς τὸν (sc. ποταμὸν) . . ἐκαλλιερέοντο σφάζοντες ἵππους (where ἐς τόν is constructed with σφάζοντες) Hdt.7.113.    2 c. acc., sacrifice with good omens, ταῖς Νύμφαις τὰν ἀμνόν Theoc.5.148; καλλιερεῖν βοῦν prob. l. in Orac. ap. D.21.53; ἑαυτὸν τῷ πατρίῳ νόμῳ Plu.Alex.69: abs., κ. τοῖς θεοῖς X.Eq.Mag.3.1, cf. Pl.Lg.791a:—Med., Ar.Pl.1181:— Pass., ἐὰν καὶ καλλιερηθῇ τοῖς θεοῖς Men.319.8; τοὺς ξένους τῇ Ἀρτέμιδι καλλιερεῖσθαι S.E.P.1.149.    II of the offering, give favourable omens, καλλιερησάντων [τῶν ἱρῶν] Hdt.9.19; καλλιερῆσαι θυομένοισι οὐκ ἐδύνατο (sc. τὰ ἱρά) Id.7.134: c. inf., οὐκ ἐκαλλιέρεε ὥστε μάχεσθαι Πέρσῃσι Id.9.38; οὐκ ἐκαλλιέρεε οὐδαμῶς διαβαίνειν μιν Id.6.76:—Med., ὡς οὐδὲ ταῦτα ἐκαλλιερεῖτο X.HG3.1.17.

German (Pape)

[Seite 1309] günstig, glücklich opfern, ein Opfer darbringen, das nach den im Opferthiere gefundenen Zeichen den Göttern angenehm ist u. somit Glück für ein Unternehmen verheißt; οἷς ἂν καλλιεροῦντες θύωοι Plat. Legg. VII, 791 a; ἐκεκαλλιερήκει Xen. Cyr. 6, 4, 12; Sp., οὐκ ἐκαλλιέρει μέχρις εἴκοσι Plut. Aemil. P. 17; ταῖς Νύμφαις τὸν ἀμνόν Theocr. 5, 148. So auch im med., ἐς τὸν ποταμὸν οἱ μάγοι ἐκαλλιερέοντο σφάζοντες ἵππους λευκούς Her. 7, 113; Xen. An. 5, 4, 22; aor., Cyr. 1, 5, 5; vgl. Ar. Plut. 1181. Aber pass. ist τὰ ἱερὰ ἐκαλλιερεῖτο Xen. Hell. 3, 1, 17. – Mit dem inf., οὐ γὰρ ἐκαλλιέρεε διαβαίνειν μιν, er erlangte keine günstigen Zeichen, um überzusetzen, Her. 6, 76; ὥςτε μάχεσθαι 9, 38; intr., καλλιερῆσαι τοῖς θυομένοις οὐκ ἐδύνατο, sc. ἱερά, die Opfer konnten nicht gelingen, nicht unter glücklichen Vorzeichen zu Stande kommen, 7, 134, vgl. 9, 19 καλλιερησάντων τῶν ἱερῶν ἐπορεύοντο. – S. Emp. pyrrh. 1, 149 sagt ἐν Ταύροις νόμος ἦν τοὺς ξένους τῇ Ἀρτέμιδι καλλιερεῖσθαι.