ἀπομαντεύομαι
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
English (LSJ)
A divine by instinct, presage, τὸ μέλλον ἥξειν Pl.R.516d; τι εἶναι ib.505e; τρίτον ἀ. τι τὸ ὄν Id.Sph.250c, cf. Plot.5.5.12, Jul. Or.4.149c.
German (Pape)
[Seite 314] Dep. med., woraus ahnen, vermuthen, Plat. Lys. 216 d Soph. 205 c u. öfter; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπομαντεύομαι: ἀποθ. προαγγέλλω ὡς προφήτης, προλέγω, προφητεύω, τὸ μέλλον ἥξειν Πλάτ. Πολ. 516D· τι εἶναι αὐτόθι 505Ε· ὡς τρίτον ἀπ. τι τὸ ὄν ὁ αὐτ. Σοφ. 250C. Τὸ οὐσιαστ. ἀπομάντευμα, Ἱππ. Ἐπιστ. 4.
French (Bailly abrégé)
conjecturer ; prédire.
Étymologie: ἀπό, μαντεύω.
Spanish (DGE)
1 presagiar, intuir, adivinar c. ac. u or. complet. τὸ μέλλον ἥξειν Pl.R.516d, cf. 505e, ὥσπερ ἀπομεμαντευμένα, ὡς ἄνευ αὐτοῦ οὐ δύναται εἰδέναι Plot.5.5.12, τοῦτο Ὅμηρος ... ἀπεμαντεύσατο Iul.Or.11.149c
•c. doble ac. τρίτον ... τι τὸ ὄν Pl.Sph.250c
•abs., Pl.Ly.216d
•c. gen. τῆς διανοίας αὐτοῦ Gal.13.473, τῆς γνώμης αὐτοῦ Gal.15.204.
2 hablar irracionalmente, desvariar πολλὰ καὶ δεινά D.C.59.9.3, καὶ ἀπομαντευόμενος λέγεις ὅ τι ἄν σοι ἐπὶ θυμὸν ἔλθοι Iust.Phil.Dial.9.1, cf. Didym.M.39.984B.