βλαστημός
From LSJ
English (LSJ)
ὁ,
A growth, βλαστημὸν ἀλδαίνοντα σώματος πολύν A.Th.12, cf. Supp.318.
Greek (Liddell-Scott)
βλαστημός: ὁ, = βλάστη Ι. Αἰσχύλ. Θήβ. 12. Ἱκέτ. 317·- ὁ Herm. ὅμως θεωρεῖ τὴν λέξιν ὡς ἐπίθ. ἐν Ἱκέτ. ἔνθ΄ ἀνωτ. καὶ ἐν Θήβ. ἔνθ΄ ἀνωτ. ἀναγινώσκει βλαστησμὸς ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας. Ἴδε Κόντ. ἐν Ἀθηναίῳ 7, 372.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 germe, pousse ; rejeton;
2 fig. floraison.
Étymologie: βλαστάνω.
Spanish (DGE)
-όν
I que hace germinar, germinador θέρος A.Fr.332a.2.
II subst. ὁ β.
1 retoño, renuevo τῆσδε β. de Belo, hijo de Libia y padre de Dánao, A.Supp.318.
2 crecimiento β. ... σώματος A.Th.12.