δομή
English (LSJ)
ἡ, (δέμω)
A building, dub. l. in J.AJ15.11.3, cf. Hsch. II Alex. word for δέμας, A.R.3.1395, Nic.Th.153, Lyc.334,597,783.
German (Pape)
[Seite 655] ἡ, 1) der Bau, das Gebäude, VLL. – 2) = δέμας, Ap. Rh. 3, 1395 u. a. sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
δομή: ἡ, (δέμω) οἰκοδόμημα, Ἡσύχ. ΙΙ. = δέμας, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1395, Λυκόφρ. 334, 597, 783.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
construction ; p. anal. charpente du corps, corps.
Étymologie: R. Δεμ, construire ; cf. δέμας.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
1 constitución fís., tamaño, cuerpo κήτεσσι δομὴν ἀτάλαντοι ἰδέσθαι por su tamaño parecen monstruos marinos A.R.3.1395, ὅταν ... ἀλλάξῃς δομήν Lyc.334, σμώδιγγα προσμάσσων δομῇ Lyc.783, cf. 597, κόχλοισι δομὴν ἰνδάλλεται se parece en el cuerpo a los caracoles Nic.Th.153, cf. 259, Hsch.
2 construcción, edificación Hsch.
3 δ.· τρόπων κατασκευή Hsch.