εἷμαι
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
English (LSJ)
pf. Pass. of ἕννυμι. II pf. Pass. of ἵημι.
German (Pape)
[Seite 730] perf. pass. zu ἕννυμι u. ἵημι. Vgl. auch ἦμαι.
Greek (Liddell-Scott)
εἷμαι: παθ. πρκμ. τοῦ ἕννυμι. ΙΙ. παθ. πρκμ. τοῦ ἵημι. ΙΙΙ. παθ. πρκμ. τοῦ ἕζω, σπανιώτερος τύπος τοῦ ἧμαι.
French (Bailly abrégé)
pf. Pass. de ἕννυμι;
pf. Pass. de ἵημι.
English (Autenrieth)
see ἕννῦμι.