ἐγκεράννυμι
Φιλόπονος ἴσθι καὶ βίον κτήσῃ καλόν → Si non laboris te piget, vives bene → Sei arbeitsam, dann hast du reichlich Lebensgut
English (LSJ)
or ἐγκεραννύω,
A mix, esp. wine, οἶνόν τ' ἐγκεράσασα πιεῖν Il.8.189; τρεῖς μόνους κρατῆρας ἐγκεραννύω Eub.94.1 (cf. ἐγκίρνημι) ; ἐ. τι εἰς ὄνομα Pl.Cra.427c:—Med., mix for oneself: metaph., concoct, πρήγματα μεγάλα Hdt.5.124; ἐγκεράσασθαι παιδιάν mix in a little amusement, Pl.Plt.268d, cf. Luc.Am.19. II Pass., to be multiplied together, of numbers, Theol.Ar.45.
German (Pape)
[Seite 707] (s. κεράννυμι), einmischen, in Etwas mischen; οἶνον Il. 8, 188; Plat. Euthyd. 299 b; κρατῆρας ἐγκεραννύω Eubul. bei Ath. II, 36 b u. A. Auch von einem Buchstaben, πλεῖστον εἰς τὸ ὄνομα ἐνεκέρασε Plat. Crat. 427 c. – Med., oft übertr., anzetteln, anstiften, πρήγματα μεγἀλα Her. 5, 124; παιδιάν Plat. Polit. 268 d; Sp., wie Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκεράννῡμι: ἢ -ύω: μέλλ. -άσω ᾰ: - ἀναμιγνύω, ἰδίως ἐπὶ οἴνου, οἰνόν τ’ ἐγκεράσασα πιεῖν Ἰλ. Θ. 189· τρεῖς μόνους κρατῆρας ἐγκεραννύω Εὔβουλ. ἐν «Σεμέλῃ» 1. 1 (πρβλ. ἐγκίρνημι)· ἐγκ. τι εἴς τι Πλάτ. Κρατ. 427C: - Μέσ., ἀναμιγνύω δι’ ἐμαυτόν, καὶ μεταφ., παρασκευάζω, πρήγματα μεγάλα Ἡρόδ. 5. 124· ἐγκεράσασαθαι παιδιάν, ἀναμῖξαι παιδιάν, Πλάτ. Πολιτικ. 268D.
French (Bailly abrégé)
ao. ἐνεκέρασα;
Pass. ao. ἐνεκράθην, pf. ἐγκέκραμαι;
mêler dans : οἶνον IL mélanger du vin (dans des coupes) ; mêler l’un avec l’autre, confondre ensemble ; Pass. être mêlé ou mélangé;
Moy. ἐγκεράννυμαι se mêler à ; abs. mettre en mouvement : πρήγματα μεγάλα HDT machiner de grandes affaires.
Étymologie: ἐν, κεράννυμι.
Spanish (DGE)
mezclar ἥλιος ... πᾶσι ... τὸ παρ' αὐτοῦ φίλτρον ἐγκεράννυσιν Plu.2.780e.