ἑκκαιδεκάδωρος
From LSJ
Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter
English (LSJ)
ον,
A sixteen palms long, 11.4.109.
German (Pape)
[Seite 761] von sechszehn Handbreiten, Il. 4, 109.
Greek (Liddell-Scott)
ἑκκαιδεκάδωρος: -ον, ἔχων μῆκος δεκαὲξ παλαμῶν, «ἑκκαίδεκα παλαιστῶν˙ δῶρον γὰρ καλεῖται ἡ παλαιστή, ἥ ἐστιν ἔκτασις τῆς χειρὸς τῶν τεσσάρων δακτύλων» (Σχόλ.), Ἰλ. Δ. 109.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
long de seize palmes.
Étymologie: ἑκκαίδεκα, δῶρον².
English (Autenrieth)
sixteen palms (δῶρα) long, of the horns of a wild goat, Il. 4.109†.