ἐκπετάννυμι
Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
English (LSJ)
fut. -πετάσω,
A spread out, of a sail, E.IT1135 (lyr.); πώγωνα Luc.Tim.54; χεῖρας LXX Is.65.2; of wings, AP5.178.10 (Mel.); τὰ ὦτα ἐξεπετάννυτο ὥσπερ σκιάδειον Ar.Eq.1348; of a net, τὸ δὲ δίκτυον ἐκπεπέτασται Orac. ap. Hdt.1.62; στέφος ἐξεπέτασσε scattered it to the winds, Bion 1.88. 2 metaph., ἐπὶ κῶμον ἐκπετασθείς wholly given up to the revel, E.Cyc.497 (lyr.): pf. part. Pass. ἐκπεπταμένος wide open, κοῖλα καὶ ἐ. Hp.VM22; of gaping wounds, Id.Off. 11; ἐ. τοῖς βλεφάροις Ael.NA2.12.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπετάννῡμι: μέλλ. -πετάσω· ‒ ἁπλώνω, ἀνοίγω, ἐπὶ ἱστίου, Εὐρ. Ι. Τ. 1134· ἐπὶ πτερύγων, Ἀνθ. Π. 5. 179, 10· τὰ ὦτα ὥσπερ σκιάδειον Ἀριστοφ. Ἱππ. 1348· ἐπὶ δικτύου, τὸ δὲ δίκτυον ἐκπεπέτασται Χρησμ. παρ᾿ Ἡροδ. 1. 62· στέφος ἐξεπέττασε (κατὰ Meineke ἐξεπάττασε, κατὰ δὲ Piers. ἐξεκέδασσε ἐκ τοῦ Ἡσυχ.), τὸ διεσκόρπισεν εἰς τοὺς ἀνέμους, Βίων 1. 88. 2) μεταφ., ἐπὶ κῶμον ἐκπετασθείς, ὅλως παραδοθεὶς εἰς τὴν εὐθυμίαν, Εὐρ. Κύκλ. 497· πρβλ. ἐκπεπταμένως.
French (Bailly abrégé)
f. ἐκπετάσω, ao. ἐξεπέτασα, pf. inus.
Pass. ao. ἐξεπετάσθην, pf. ἐκπεπέτασμαι;
déployer (une voile), tendre (un filet).
Étymologie: ἐκ, πετάννυμι.
Spanish (DGE)
• Morfología:v. tb. ἐκπέταμαι; fut. ἐκπετάσω E.HF 888, LXX Ez.12.13; aor. ἐξεπέτασα LXX Ex.9.33, ἐξεπέτασσα Gr.Naz.M.37.592A, 970A; plusperf. 3a ἐκπεπετάκεισαν Herm.Sim.9.3.2
I 1extender, desplegar ἱστία E.IT 1136, cf. IKalchedon 14.1 (I a./d.C.), Polyaen.8.20, τὰς χεῖρας πρὸς κύριον LXX l.c., cf. Is.65.2, Iust.Phil.Dial.90.4, Herm.l.c., Chrys.M.60.575, Gr.Naz.ll.cc., τὸν πώγωνα Luc.Tim.54, ἐπὶ γῆς δέρματα Gal.6.739, δίκτυα la araña, Ael.NA 1.21, τὰ ὦτα ... ὡς ἱστία Ael.NA 8.10, en v. pas. τὸ δίκτυον ἐκπεπέτασται Orác. en Hdt.1.62, ἱστίον ἐκπεταννύμενον Plu.2.590c, πρός τε τὸ ἐκπετάννυσθαι (λίνεον φάρσος) I.AI 3.128
•abs. desplegar las velas ἐκπετάσας πᾶσι τοῖς ἀρμένοις Plb.1.44.3
•fig. ὁ δὲ ἄφρων ἐξεπέτασεν ἑαυτοῦ κακίαν pero el insensato desplegó su necedad LXX Pr.13.16, ἐκπετάσω τὸ δίκτυόν μου ἐπ' αὐτόν LXX Ez.12.13, ἐκπέτασον ταχινὰς εἰς ἑτέρους πτέρυγας de Eros AP 5.179 (Mel.).
2 arq. abatir, disponer un desplome ἐξώστην Iul.Ascal.25, en v. pas. ἐκπεπετασμένον ἐξώστην Iul.Ascal.ib
•fig. echar por tierra, arruinar, destruir σὸν ... γένος ... κακοῖσιν ἐκπετάσουσιν arruinarán tu raza bajo el peso de las calamidades E.HF 888.
II intr., en v. med. desplegarse, abrirse τὰ ... ὦτά σου ... ἐξεπετάννυτο ὥσπερ σκιάδειον Ar.Eq.1347, ἔνια τῶν ἀνθῶν ... μεθ' ἡμέραν ἐκπετάννυται Thphr.CP 2.19.1.