ἐξιλάσκομαι

From LSJ
Revision as of 07:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)

τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξιλάσκομαι Medium diacritics: ἐξιλάσκομαι Low diacritics: εξιλάσκομαι Capitals: ΕΞΙΛΑΣΚΟΜΑΙ
Transliteration A: exiláskomai Transliteration B: exilaskomai Transliteration C: eksilaskomai Beta Code: e)cila/skomai

English (LSJ)

fut. -άσομαι [ᾰ],

   A propitiate, Δία Orac. ap. Hdt.7.141; Ἀπόλλωνα X.Cyr.7.2.19; τὴν θεόν Men.544.6, cf. J.AJ12.2.14; τὴν ὀργήν τινος Plb.1.68.4; τὸ μήνιμα Plu.2.149d.    2 atone for, ἁμαρτίαν IG22.1365,1366:—Pass., τὸ ἀποίνοις ἐξιλασθέν that which is atoned for by... Pl.Lg.862c.    3 abs., make atonement, περὶ τῶν ψυχῶν, περὶ τῆς ἁμαρτίας, LXXEx.30.15,32.30; ὑπὲρ τοῦ οἴκου Ἰσραήλ ib.Ez.45.17. [ῐ in Orac. ap. Hdt. l.c.]

German (Pape)

[Seite 882] (s. ἱλάσκω), mit sich aussöhnen, versöhnen, θεόν Orac. bei Her. 7, 141, wie Xen. Cyr. 7, 2, 19 u. Sp., Pol. 1, 68, 4. 3, 112, 9; τὸ μήνιμα τῆς θεοῦ Plut.; τὸ ἀποίνοις ἐξιλασθέν Plat. Legg. IX, 862 c.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξῑλάσκομαι: μέλλ. -άσομαι ᾰ, Ἐπικ. -άσσομαι, Ἀποθ., ἐξιλεῶ, οὐ δύναται Παλλὰς Δί’ Ὀλύμπιον ἐξιλάσασθαι Χρησμὸς παρ’ Ἡροδ. 7. 141· Ἀπόλλωνα Ξεν. Κύρ. 7. 2, 19· τὴν θεὸν ἐξιλάσαντο Μένανδρ. ἐν «Δεισιδαίμονι» 4· τὴν ὀργήν τινος Πολύβ. 1. 68. 4· τὸ μήνιμα Πλούτ. 2. 149D. - Παθ., τὸ ἀποίνοις ἐξιλασθέν, τὸ ἐξιλεωθὲν δι’ ἀποίνων, Πλάτ. Νόμ. 862C. 2) ἀπολύτως, ποιῶ ἐξιλασμούς, περί τινος Ἑβδ. (Ἔξ. Λ΄, 15, κ. ἀλλ.). ἐν τῷ ἀνωτ. μνημονευθέντι χρησμῷ παρ’ Ἡροδ. τὸ ι βραχὺ.

French (Bailly abrégé)

f. ἐξιλάσομαι;
se rendre propice : τινα qqn ; apaiser par des sacrifices ou par une expiation, acc..
Étymologie: ἐξ, ἱλάσκομαι.

Greek Monolingual

ἐξιλάσκομαι (AM) ιλάσκομαι
εξευμενίζω («ἐξιλάσασθαι τὴν ὀργὴν αὐτῶν», Πολ.)
μσν.
παρεμβαίνω για να παρασχεθεί εξιλασμός
αρχ.
1. εξαγοράζω κάποιο σφάλμα («ἐξιλάσκων ἁμαρτίας»)
2. κάνω εξιλαστήριες προσφορές («ἵνα ἐξιλάσωμαι περὶ τῆς ἁμαρτίας ἡμῶν», ΠΔ).