χοραγός
From LSJ
τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.
German (Pape)
[Seite 1364] ό, dor. u. att. = χορηγός, w. m. s.
French (Bailly abrégé)
dor. c. χορηγός.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(δωρ. τ.) βλ. χορηγός.