Σικελικός

From LSJ
Revision as of 01:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Σῐκελικός Medium diacritics: Σικελικός Low diacritics: Σικελικός Capitals: ΣΙΚΕΛΙΚΟΣ
Transliteration A: Sikelikós Transliteration B: Sikelikos Transliteration C: Sikelikos Beta Code: *sikeliko/s

English (LSJ)

ή, όν, Sicilian, Ar.V.838, etc.; Σ. ποικιλία ὄψου, for the Sicilian banquets were proverbial, Pl.R.404d, cf. Luc.DMort.9.2, Philostr.Gym.44(74). Adv.

   A -κῶς Ephipp.22.    II Σικελικόν, τό, a liquid measure, PBaden 54.6 (v A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

Σικελικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τοὺς Σικελούς, Ἀριστοφ. Σφ. 838, κτλ.· Σ. ποικιλία ὄψου, διότι παροιμιώδεις ἦσαν αἱ Σικελικαὶ εὐωχίαι, Πλάτ. Πολ. 404D, πρβ. Hemst. εἰς Λουκ. Νεκρ. Διαλ. 9. 2, Ὁράτ. ᾨδ. 1. 3, 18· - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἔφιππ. ἐν «Φιλύρᾳ» 1.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de Sicile, Sicilien ; τὸ Σικελικόν la puissance sicilienne ; τὰ Σικελικά vêtements siciliens.
Étymologie: Σικελία.

Greek Monotonic

Σικελικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει στη Σικελία ή τους Σικελούς, σε Αριστοφ. κ.λπ.