ἐναγώνιος
English (LSJ)
ον,
A of or for a contest, contending in the games, παῖς Pi.N.6.13; freq. in later Prose, αἱ νῖκαι αἱ ἐ. Arist. VV 1250b37; ἐ. κόσμος Duris70J.; ὄρχησις D.H.7.72, Luc.Salt.32. 2 ἐ. θεοί gods who presided over the games, esp. Hermes, Pi.P.2.10, Simon.18.1, A.Fr.384, cf. Ar.Pl.1161, IG2.1181; Ἀφροδίτη ib.3.189. II of, in or for battle, πυκνώσεις ἐ. closing of the ranks in battle, Plb.18.29.2; παρακελευσμός Id.10.12.5; ἐνέργεια D.S.20.95; σχῆμα D.H.6.13; ἀρετή Onos.1.13 (v.l.). III Rhet., suited for forensic oratory or debate, λόγος, πνεῦμα, λέξις, D.H.Is.20, Th.23, Dem.18, cf. Demetr.Eloc.193; vehement, κίνησις D.S.18.67; πάθος Longin.22.1. 2 of style, energetic, vivid, opp. διηγηματικός (as epith. of Il. compared with the Od.), Id.9.13, cf.Arg.Od. Adv.-ίως incisively, vehemently, Plu.2.771a, Longin.18.2.
German (Pape)
[Seite 825] zu den Wettkämpfen gehörig, – a) von Göttern, denselben vorstehend, bes. Ἑρμῆς, Pind. P. 2, 10; Aesch. frg. 401; Simon. bei Ath. XI, 490 f; vgl. Ar. Plut. 1161. – b) von Menschen, daran theilnehmend, παῖς Pind. N. 6, 13. – c) von Sachen, κόσμος Plut. Alc. 32; ἐσθής, Kriegsmantel, Caes. 45; ἀλαλαγμός Arat. 22; παρακελευσμός Pol. 10, 12, 5; πύκνωσις 18, 12; a. Sp.; ἐναγώνιος ὄρχησις, Gegenstand der Wettkämpfe, Luc. Salt. 32; βίος N. T. Bei den Rhetoren = Processe betreffend, λόγος, λέξις, übh. heftig, κίνησις, D. Sic. 18, 67; πάθος Longin. 22. – Adv., mit Anstrengung, Plut. amat. 25; heftig, Longin. 18, 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνᾰγώνιος: -ον, ἀνήκων ἢ κατάλληλος εἰς ἀγῶνα, ἀγωνιζόμενος ἐν τοῖς ἀγῶσι, παῖς Πινδ. Ν. 6. 23· συχν. παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, αἱ νῖκαι αἱ ἐναγώνιοι Ἀριστ. π. Ἀρετ. κ. Κακ. 5, 6· ἐναγώνιος κόσμος Πλουτ. Ἀλκ. 32· ὄρχησις Λουκ. π. Ὀρχ. 32· ὄρχησις, σχῆμα Διον. Ἁλ. 7. 72., 6. 13. 2) ἐναγ. θεοί, θεοὶ ἔφοροι ἢ ἐπιστάται τῶν ἀγώνων, κυρίως δὲ ὁ Ἑρμῆς, Πινδ. Π. 2. 18, Σιμωνίδ. 27, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 387, πρβλ. Ἀριστοφ. Πλ. 1161, Συλλ. Ἐπιγρ. 251. ΙΙ. ὁ ἀνήκων εἰς μάχην, κατὰ τὰς ἐναγωνίους πυκνώσεις, τὰς κατὰ τὴν μάχην, Πολύβ. 18. 12, 2· ἐναγώνιος παρακελευσμὸς ὁ αὐτ. 10. 12, 5· ἐνέργεια Διοδ. 20. 95. ΙΙΙ. ἐν τῇ ῥητορικῇ κατάλληλος πρὸς δικανικὴν ῥητορείαν, λόγος, πνεῦμα, λέξεις Διον. Ἁλ. περὶ Ἰσαίου ἐν τέλει, περὶ Θουκ. 23, περὶ Δημ. 18· τὴν τοῦ σώματος κίνησιν γινομένην ἐναγώνιον Διόδ. 18. 67· πάθος Λογγῖνος 22. 2) ἐπὶ ὕφους, ἔντονος, σφοδρός, ἀντίθ. τῷ διηγηματικός, Λογγῖνος 9. 13, κτλ.· ὡς ἐπίθετον τῆς Ἰλιάδος παραβαλλομένης πρὸς τὴν Ὀδύσσειαν, Ὑπόθεσις Ὀδ.: ― οὕτως ἐν ἐπιρρ. -ως, ἐντόνως, σφοδρῶς, Πλούτ. 2. 771Α, Λογγῖνος 18.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
propre aux luttes, aux concours ; de lutte, de concours.
Étymologie: ἐν, ἀγών.
English (Slater)
ἐναγώνιος
a taking part in games ἦλθέ τοι Νεμέας ἐξ ἐρατῶν ἀέθλων παῖς ἐναγώνιος (sc. Ἀλκιμίδας) (N. 6.13)
b presiding over games ἐναγώνιος Ἑρμᾶς (P. 2.10)