ἐξειργασμένως

From LSJ
Revision as of 22:44, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

ἐβόα καὶ βαρβαρικῶς καὶ Ἑλληνικῶς → shouted out both in Persian and Greek, shouted out in the barbarian tongue and in Greek

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξειργασμένως Medium diacritics: ἐξειργασμένως Low diacritics: εξειργασμένως Capitals: ΕΞΕΙΡΓΑΣΜΕΝΩΣ
Transliteration A: exeirgasménōs Transliteration B: exeirgasmenōs Transliteration C: ekseirgasmenos Beta Code: e)ceirgasme/nws

English (LSJ)

Adv. pf. part. Pass. of ἐξεργάζομαι,

   A carefully, accurately, Plu.Alex.1.

German (Pape)

[Seite 875] ausgearbeitet, genau, Plut. Alex. 1.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξειργασμένως: ἐπίρρ. μετοχῆς παθ. πρκμ. τοῦ ἐξεργάζομαι, μετ’ ἐπεξεργασίας, λεπτομερῶς, ἐν ἐκτάσει, Πλουτ. Ἀλέξ. 1.

French (Bailly abrégé)

adv.
avec un travail approfondi, avec soin.
Étymologie: ἐξειργασμένος part. pf. de ἐξεργάζομαι.

Greek Monotonic

ἐξειργασμένως: επίρρ. μτχ. Παθ. παρακ. του ἐξεργάζομαι, προσεκτικά, με ακρίβεια, πλήρως, απολύτως, σε Πλούτ.