ἐπενδίδωμι

From LSJ
Revision as of 07:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)

ἐπὶ ξυροῦ γὰρ ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν τὰ πρήγματα → our affairs are balanced on a razor's edge, our affairs are set upon the razor's edge

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπενδίδωμι Medium diacritics: ἐπενδίδωμι Low diacritics: επενδίδωμι Capitals: ΕΠΕΝΔΙΔΩΜΙ
Transliteration A: ependídōmi Transliteration B: ependidōmi Transliteration C: ependidomi Beta Code: e)pendi/dwmi

English (LSJ)

   A give over and above, ἐ. τρίτην I put in yet a third blow, A. Ag.1386.

German (Pape)

[Seite 915] (s. δίδωμι), noch dazu, daraufgeben, Aesch. Ag. 1359.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπενδίδωμι: μέλλ. -δώσω, δίδω ἐπὶ πλέον, πεπτωκότι τρίτην ἐπενδίδωμι (πληγήν), ἐπιπροστίθημι καὶ τρίτον κτύπημα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1386. ― Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπενδόμενοι· ἐπεοειδόμενοι».

French (Bailly abrégé)

donner en outre.
Étymologie: ἐπί, ἐνδίδωμι.

Greek Monolingual

ἐπενδίδωμι, (Α)
1. δίνω επί πλέον («πεπτωκότι τρίτην ἐπενδίδωμι» — και πεσμένο τον χτυπώ για τρίτη φορά, του δίνω και το τρίτο χτύπημα, Αισχύλ.).