ἐπιδικάσιμος

From LSJ
Revision as of 07:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)

Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher

Menander, Monostichoi, 250
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιδῐκάσιμος Medium diacritics: ἐπιδικάσιμος Low diacritics: επιδικάσιμος Capitals: ΕΠΙΔΙΚΑΣΙΜΟΣ
Transliteration A: epidikásimos Transliteration B: epidikasimos Transliteration C: epidikasimos Beta Code: e)pidika/simos

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A to be claimed as one's right, J.AJ4.2.4; much sought for, Luc.Somn.9.

German (Pape)

[Seite 938] τινί, der Jemandes Sache vor Gericht führen kann, zur Unterstützung der Rechtsansprüche dienlich, Luc. Somn. 9; τινί, von Jem. beansprucht, Ios.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
que l’on réclame, que l’on invoque ; secourable.
Étymologie: ἐπιδικάζω.

Greek Monolingual

ἐπιδικάσιμος, -ον (Α) επιδίκαση
1. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να τον απαιτήσει δικαστικά με την αιτιολογία ότι του ανήκει («κατατιθέναι εἰς μέσον ἐπιδικάσιμον τοῑς βουλομένοις», Ιώσ.)
2. περιζήτητοςοὔτε φίλοις ἐπιδικάσιμος οὔτε ἐχθροῑς φοβερός», Λουκιαν.).