ἐποδύρομαι

From LSJ
Revision as of 07:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐποδύρομαι Medium diacritics: ἐποδύρομαι Low diacritics: εποδύρομαι Capitals: ΕΠΟΔΥΡΟΜΑΙ
Transliteration A: epodýromai Transliteration B: epodyromai Transliteration C: epodyromai Beta Code: e)podu/romai

English (LSJ)

[ῡ],

   A bewail, AP7.10.7.

German (Pape)

[Seite 1006] darüber wehklagen, beweinen, Poll. 6, 201; Ep. ad. 482 (VII, 10).

Greek (Liddell-Scott)

ἐποδύρομαι: Ἀποθ., θρηνῶ ἐπί τινι, ἐπωδύραντο δὲ πέτραι Ἀνθ. Π. 7. 10.

French (Bailly abrégé)

se lamenter sur.
Étymologie: ἐπί, ὀδύρομαι.

Greek Monolingual

ἐποδύρομαι (AM) οδύρομαι
θρηνώ για κάτι ή για κάποιον («μὴ εποδύρου μου, Μήτερ, καθορώσα εν τάφῳ»)·