ἐπιτιμητής

From LSJ
Revision as of 06:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)

Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr

Menander, Monostichoi, 559
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιτιμητής Medium diacritics: ἐπιτιμητής Low diacritics: επιτιμητής Capitals: ΕΠΙΤΙΜΗΤΗΣ
Transliteration A: epitimētḗs Transliteration B: epitimētēs Transliteration C: epitimitis Beta Code: e)pitimhth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A estimator, valuer, Antipho 5.32, IG12.75, 22.1176, 11(2).287A87 (iii B.C.), al. ; ἔργων appraiser, overseer (i.e. Zeus), A.Pr.77.    II punisher, chastiser, κολασταὶ κἀπ. κακῶν S. Fr.533 ; τούτων κολαστὴν κἀπιτιμητήν E.Supp.255 ; διακωλυταὶ καὶ ἐ. τῆς..ὁμιλίας Pl.Phdr.240a.

German (Pape)

[Seite 994] ὁ, der Tadler, der züchtigt u. straft, βαρὺς τῶν ἔργων Aesch. Prom. 77; καὶ κολαστής Soph. frg. 478; Eur. Suppl. 267; τῆς ὁμιλίας Plat. Phaedr. 239 e. – Bei Antiph. 5, 32, ἦσαν καὶ βασανισταὶ καὶ ἐπιτιμηταὶ τῶν σφίσιν αὐτοῖς συμφερόντων, Beurtheiler, Taxator.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτῑμητής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐκτιμητής, ὁ ὁρίζων τὴν τιμήν, Λατ. taxator, Ἀντιφῶν 133. 18, Συλλ. Ἐπιγρ. 102, 5 (ἴδε Böckh σ. 141). ΙΙ. ὁ τιμωρῶν, τιμωρός, κολασταὶ κἀπ. κακῶν Σοφ. Ἀποσπ. 478· ἐπ. ἔργων, ὁ κατακρίνων, ψέγων, ὡς οὑπιτιμητής γε τῶν ἔργων βαρὺς Αἰσχύλ. Πρ. 77· τούτων κολαστὴν κἀπιτιμητὴν Εὐρ. Ἱκ. 255· ἐπ. τῆς... ὁμιλίας Πλάτ. Φαῖδρ. 239Ε.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui blâme, censeur.
Étymologie: ἐπιτιμάω.

Greek Monolingual

ὁ (και θηλ. επιτιμήτρια) (Α ἐπιτιμητής) επιτιμώ
ο κατήγορος, αυτός που ψέγει, που κατακρίνει («ὡς ούπιτιμητής γε τῶν ἔργων βαρύς», Αισχύλ.)
αρχ.
1. εκτιμητής («νῡν δέ αὑτοὶ ἦσαν καὶ βασανισταὶ καὶ ἐπιτιμηταί τῶν σφίσιν αὐτοῑς συμφερόντων» Αντιφ.)
2. τιμωρός («διακωλυτὰς καὶ ἐπιτιμητὰς ἡγούμενος τῆς ἡδίστης πρὸς αὐτὸν ὁμιλίας», Πλάτ.).