ἡμίδουλος
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
ον,
A half-slave, E.Andr.942, Chrysipp.Stoic.2.284.
German (Pape)
[Seite 1167] ὁ, Halbsklave, Eur. Andr. 943.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμίδουλος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ δοῦλος, Εὐρ. Ἀνδρ. 942, Οἰνόμ. παρ᾿ Εὐσ. Π. Ε. 255Α.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à moitié esclave.
Étymologie: ἡμι-, δοῦλος.