Ἡρόδοτος

From LSJ
Revision as of 13:58, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
Hérodote :
1 historien célèbre;
2 autres.
Étymologie: Ἥρα, δοτός.

English (Slater)

Ἡρόδοτος son of Asopodoros, of Thebes, victor in Isthmian chariot race.
   1 ἀλλ' ἐγὼ Ἡροδότῳ τεύχων τὸ μὲν ἅρματι τεθρίππῳ γέρας (I. 1.14) πάντα δ' ἐξειπεῖν, ὅσ ἀγώνιος Ἑρμᾶς Ἡροδότῷ ἔπορεν ἵπποις (Ἡροδότοἰ ἔπορεν coni. Turyn: Ἡροδότῳ πέπορεν Maas) (I. 1.61)