κακότεχνος
ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit
English (LSJ)
ον, (τέχνη)
A using evil practices, artful, δόλος Il.15.14: esp. in mal. part., lascivious, AP5. 128 (Autom.): Sup., ib.131 (Phld., v.l. κατατ-); of songs, Plu.2.706d. Adv. -νως with bad art, Ph.1.195.
German (Pape)
[Seite 1304] böse Künste anwendend, arglistig, boshaft; δόλος Il. 15, 14, vgl. κακοτεχνής; – von schlechter Kunst, σχήματα ὀρχηστρίδος Automed. 3 (V, 129), wie κακοτεχνότατον κίνημα Philodem. 21 (V, 132), von wollüstigen Tänzen; ᾠδαὶ κακ. καὶ κακόζηλοι Plut. Symp. 7, 5, 4; τέχναι S. Emp. adv. rhet. 36. – Adv. bei Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κακότεχνος: -ον, (τέχνη) κακῶς τετεχνασμένος, ἢ μάλα δὴ κακότεχνος.. σὸς δόλος Ἰλ. Ο. 14· ― ἐπὶ ἀσέμνων ὀρχήσεων, Ἀνθ. Π. 5. 129, 132· ἐπὶ ᾀσμάτων, Πλούτ. 2. 706D. ― Ἀττ. ἀνώμαλ. συγκρ. κακοτεχνέστερος, ὡς εἰ ἐκ τοῦ κακοτεχνής, Λουκ. π. Διαβολ. 10· ἀλλ’ Ὑπερθ. κακοτεχνότατος Ἀνθ. Π. 5. 132. ― Ἐπίρρ. -νως, = ἀτέχνως, Φίλων 1. 195.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 fourbe, artificieux;
2 qui procède d’un art malsain, corrupteur (chant, danse, etc.).
Étymologie: κακός, τέχνη.