καταρροή
From LSJ
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
English (LSJ)
ἡ,
A flowing down, defluxion, Aesop.145 Chambry.
Greek (Liddell-Scott)
καταρροή: ἡ πρὸς τὰ κάτω ῥοή, ῥεῦσις, κατ. ποταμοῦ ὀξυτάτη Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 1, 4, Αἰσώπ. Μῦθ. 342.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
cours d’un fleuve.
Étymologie: καταρρέω.
Greek Monolingual
η (Α καταρροή) καταρρέω
νεοελλ.
η φλεγμονή του βλεννογόνου της μύτης, συνάχι
αρχ.
η προς τα κάτω ροή.