κατέσσυτο
From LSJ
εἰ μὴ προσέθηκα καὶ κατεσιώπησα ψυχήν μου, ὡς τὸ ἀπογεγαλακτισμένος ἐπὶ μητέρα αὐτοῦ → surely I have calmed and quieted my soul like a weaned child on its mother's shoulder
Greek (Liddell-Scott)
κατέσσῠτο: ἴδε κατασεύομαι.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ sg. ao.2 de κατασεύομαι.
English (Autenrieth)
see κατασεύομαι.