κελαινοφαής

From LSJ
Revision as of 07:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κελαινοφᾰής Medium diacritics: κελαινοφαής Low diacritics: κελαινοφαής Capitals: ΚΕΛΑΙΝΟΦΑΗΣ
Transliteration A: kelainophaḗs Transliteration B: kelainophaēs Transliteration C: kelainofais Beta Code: kelainofah/s

English (LSJ)

ές,

   A black-gleaming, ὄρφνα κ. murky twilight, Ar.Ra. 1331 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1414] ές, schwarz, dunkel leuchtend, νυκτὸς κελ. ὄρφνα Ar. Ran. 1331.

Greek (Liddell-Scott)

κελαινοφαής: -ές, ἀμυδρῶς φωτίζουσα, ὄρφνα κ., φαίνεται ὅτι σημαίνει τὸ σκοτεινὸν λυκόφως, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1331.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui brille d’une lueur sombre, glauque.
Étymologie: κελαινός, φάος.

Greek Monolingual

κελαινοφαής, -ές (Α)
αυτός που φωτίζει αμυδρά («ὦ Νυκτὸς κελαινοφαὴς ὄρφνα» — ώ σκοτεινό λυκόφως, ώ μαυροφώτεινο σκοτάδι της Νύχτας, Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κελαινός + -φαής (< φάος «φως»), πρβλ. λαμπρο-φαής, ολιγο-φαής].