κεραύλης
From LSJ
Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir
English (LSJ)
ου, ὁ,
A horn-blower, Archil.172, Luc.Trag.33.
German (Pape)
[Seite 1422] ὁ, = κεραταύλης; Luc. Tragodop. 33; Archil. Poll. 4, 71.
Greek (Liddell-Scott)
κεραύλης: -ου, ὁ, ὁ αὐλῶν διὰ κερατίνου ὀργάνου, Πολυδ. Δ΄, 74, Λουκ. Τραγ. 33· ― κεραυλία, ἡ, τὸ αὐλεῖν διὰ κερατίνου ὀργάνου, Κορνοῦτ. π. Θεῶν Φύσ. 6.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
sonneur de trompe.
Étymologie: κέρας, αὐλέω.
Greek Monolingual
κεραύλης, ὁ (Α)
αυλητής που έπαιζε αυλό κατασκευασμένο από κέρατο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας + -αύλης (< αυλός), πρβλ. καλαμ-αύλης, χορ-αύλης].