καύσιμος

From LSJ
Revision as of 06:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καύσῐμος Medium diacritics: καύσιμος Low diacritics: καύσιμος Capitals: ΚΑΥΣΙΜΟΣ
Transliteration A: kaúsimos Transliteration B: kausimos Transliteration C: kaysimos Beta Code: kau/simos

English (LSJ)

ον,

   A combustible, ἔκαιον πάντα, ὅσα κ. ἑώρων X.An.6.3.19; κ. ξύλα Alex.307, PStrassb.117.3 (i A.D.); ὕλη Pl.Lg.849d, Str.16.4.19; ἄχυρον Ostr.Fay.21 (iv A.D.); τούτοις καυσίμοις χρῶνται as fuel, Thphr.HP4.3.2.

German (Pape)

[Seite 1408] brennbar, zu verbrennen; ὕλη Plat. Legg. VIII, 849 d; Xen. An. 6, 3, 9. 12; ξύλα, Brennholz, Alexis in B. A. 105, 4.

Greek (Liddell-Scott)

καύσῐμος: -ον, κατάλληλος πρὸς καῦσιν, εὔφλεκτος, ἔκαιον πάντα, ὅσα κ. ἑώρων Ξεν. Ἀν. 6. 3, 19· κ. ξύλα, Λατ. cremia, Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 73· ὕλη Πλάτ. Νόμ. 849D, Στράβ. 778

French (Bailly abrégé)

[ῐ] ος, ον,
combustible, XÉN. An. 6.3.9, PLAT. Leg. 849d, THPHR. HP 4.3.2.
Étymologie: καίω.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α καύσιμος, -ον) καύσις
αυτός που μπορεί να καεί, ο κατάλληλος για καύση, αυτός που χρησιμοποιείται για παραγωγή θερμότητας (α. «καύσιμες ύλες» β. «ἔκαιον πάντα ὅσα καύσιμα ἑώρων», Ξεν.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ.) το καύσιμο
α) καύση, κάψιμο, έγκαυμα
β) (το ουδ., συν. πληθ., ως ουσ.) τα καύσιμα
κάθε μορφής ύλες που με την καύση τους παρέχουν ενέργεια ικανή να χρησιμοποιηθεί για την ικανοποίηση διαφόρων αναγκών της κοινωνίας και τών μελών της (α. «στερεά καύσιμα» β. «υγρά καύσιμα»).