κορώνεως

From LSJ
Revision as of 07:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

τὸ δὲ μέλλον ἀκριβῶς οἶδεν οὐδεὶς θνατὸς ὅπᾳ φέρεται → but as for the future no mortal knows for certain where he is bound

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορώνεως Medium diacritics: κορώνεως Low diacritics: κορώνεως Capitals: ΚΟΡΩΝΕΩΣ
Transliteration A: korṓneōs Transliteration B: korōneōs Transliteration C: koroneos Beta Code: korw/news

English (LSJ)

(sc. συκῆ), ἡ,

   A a fig of raven-grey colour, Ar.Pax628.

Greek (Liddell-Scott)

κορώνεως: -ω, ἡ, συκῆ ἔχουσα χρῶμα κορώνης, μελαψόν, Ἀριστοφ. Εἰρ. 628· πρβλ. κοράκεως. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «κορώνεως· ἀμπέλου ἢ συκῆς εἶδος».

French (Bailly abrégé)

ω;
adj. f.
à fruits noirs (figuier, raisin).
Étymologie: κορώνη¹.

Greek Monolingual

κορώνεως, -ω, ἡ (Α)
συκιά που έχει χρώμα κουρούνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορώνη + επίθημα -εως (πρβλ. κανθάρ-εως, χελιδόν-εως)].