μετάλλατος
From LSJ
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
English (LSJ)
Dor. for Μετάλλητος,
A to be searched out, Pi.P.4.164.
Greek (Liddell-Scott)
μετάλλᾱτος: Δωρ. ἀντὶ μετάλλητος, μεμάντευμαι δ’ ἐπὶ Κασταλίᾳ, εἰ μετάλλατόν τι, «εἰ ἐρευνητέον τι τούτων καὶ φροντιστέον ὧν ὁ ὄνειρος καθ’ ὕπνους ὑπέθετο, τουτέστιν εἰ πρακτέον» (Σχόλ.), Πινδ. Π. 4. 291.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
dont on doit se préoccuper.
Étymologie: μεταλλάω.
English (Slater)
μετάλλᾱτος (immo μεταλλατός.)
1to be investigated further “μεμάντευμαι δ' ἐπὶ Κασταλίᾳ, εἰ μετάλλατόν τι” (P. 4.164)