μηλόσπορος

From LSJ
Revision as of 07:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηλόσπορος Medium diacritics: μηλόσπορος Low diacritics: μηλόσπορος Capitals: ΜΗΛΟΣΠΟΡΟΣ
Transliteration A: mēlósporos Transliteration B: mēlosporos Transliteration C: milosporos Beta Code: mhlo/sporos

English (LSJ)

ον,

   A set with fruit-trees, ἀκτά E.Hipp. 742 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 173] mit Apfelbäumen bepflanzt, Ἑσπερίδων ἀκτά, Eur. Hipp. 742.

Greek (Liddell-Scott)

μηλόσπορος: -ον, πεφυτευμένος μὲ μηλέας ἢ ὀπωροφόρα δένδρα, Εὐρ. Ἱππ. 742.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
planté de pommiers.
Étymologie: μῆλον², σπείρω.

Greek Monolingual

μηλόσπορος, -ον (Α)
φυτεμένος με μηλιές ή άλλα οπωροφόρα δένδρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + -σπορος (< σπόρος), πρβλ. σιτό-σπορος].