ἀμαυρόω
οὐκ ἐᾷ με καθεύδειν τὸ τοῦ Μιλτιάδου τρόπαιον → Miltiades' trophy does not let me sleep
English (LSJ)
Sol. and X., v.infr.: fut.
A -ώσω Simon.4.5: aor. ἀμαύρωσα Pi.P.12.13, ἠμαύρωσα AP9.24, Plb.6.15.7, etc.: pf. ἠμαύρωκα Str.8.1.1:—Med., aor. opt. ἀμαυρώσαιτο Aristaenet.1.16:—Pass., Philist. ap.Phot.p.88R.: pf. ἠμαύρωμαι Plu.Per.11: aor. ἀμαυρώθην (without augm.) Hdt.9.10:—make dim, faint, or obscure, ἡ σελήνη ἀ. τὰ ἴχνη X.Cyn.5.4; ἄστρα ἠμαύρωσε ἥλιος AP9.24 (Leon.):—Pass., become dark or dim, ὁ ἥλιος ἀμαυρώθη Hdt.l.c.; ὄμμα-ούμενον Hp.Prorrh. 1.46; φορτί' ἀμαυρωθείη perished utterly, Hes. Op.693; τὸ θερμὸν μικρὸν ὂν ἐν μεγάλοις ἀ. Arist. PA667a19. 2 render invisible, PMag. Berol.1.102. 3 blind, ὄμματα Tab.Defix.Aud.241.13 (Carthage, ii/iii A.D.), etc. II metaph. in same sense, εὐνομία . . ὕβριν ἀ. Sol.4.35; ἐντάφιον . . οὔτ' εὐρὼς οὔτ' . . ἀμαυρώσει χρόνος Simon.4.5, cf. Call.Iamb.1.429; χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα S.Fr.954, cf. Str. l. c.; τίς ἄρα σὰν . . ἀμαυροῖ ζόαν; E.Hipp.816; πολλοί γε . . τῷ θράσει τὰς συμφορὰς ζητοῦσ' ἀμαυροῦν Id.Fr.416; ἀ. δόξαν Plb.20.4.3; τὰς ἄλλας κακίας Plu.Crass.2; οἶκον -ώσας ὤλετο IG12(7).107 (Amorgos); deface a tomb, ib.12(9).1129.22 (Chalcis):—weaken, impair, πόνος πόνον ἀ. Hp.Aph.2.46, cf. Aër.23, Aret.CD2.6; ἡ νεαρὴ [τροφὴ] ἠμαύρωσε τὴν παλαιήν ib.13:—Pass., Thphr.HP9.14.3; ἡ ἡδονὴ -οῦται Arist.EN1175a10; ἠμαυρωμένος τὸ ἀξίωμα, τῇ δόξῃ, Plu.Per.11, Cor. 31; to be dazzled, περὶ τὸν χρυσόν Onos.1.8.
German (Pape)
[Seite 117] (vgl. μαυρόω), dunkel machen, blenden, τὰς ὄψεις ἀμαυρωθείς, geblendet, ἄστρα, verdunkeln, Leon. Tar. 49 (IX, 24); ὁ ἥλιος ἀμαυρώθη, die Sonne wurde verfinstert, Her. 9. 10; σελάνα ἀμαυρωθεῖσα Antp. Sd. 99 (VII, 241); unscheinbar machen, ἴχνη Xen. Cyn. 5, 4. Allgemeiner: verderben, φορτία ἀμαυρωθείη Hes. O. 691; τίς σὴν ἀμαυροῖ ζωάν Eur. Hipp. 816; ἡ ἡδονὴ ἀμαυροῦται, das Vergnügen wird geschwächt, Arist. Eth. N. 10, 4, 9; ἀμαυροῦται τὸ λεχθέν Luc. Dom. 16; Polyb. 6, 15 verb. ἀμ. καὶ ταπεινοῦν, heruntersetzen: δόξαν 20, 4; ἀμαυρώσων τοὺς ἄλλους στρατηγούς, um zu verdunkeln, Plut. Alc. 6; pass. ἀμα υροῦμαι τῇ δόξῃ, τὸ αξίωμα, mein Ansehen wird geschwächt, Coriol. 31 Pericl. 11.