σελάνα
From LSJ
Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib
English (LSJ)
Doric for σελήνη.
German (Pape)
[Seite 869] u. σελαναία, ἡ, dor. = σελήνη, σεληναία.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σελᾱ́να Dor. voor σελήνη.
Russian (Dvoretsky)
σελάνᾱ: (λᾱ) ἡ дор. = σελήνη.
Greek (Liddell-Scott)
σελάνα: -ναία. Δωρ. ἀντὶ σελήνη, -ναία.
English (Slater)
σελᾱνα moon ἐν δ' ἕσπερον ἔφλεξεν εὐώπιδος σελάνας ἐρατὸν φάος (O. 10.75) test., Σ Theocrit., 2. 10b, Πίνδαρός φησιν ἐν τοῖς κεχωρισμένοις τῶν παρθενείων, ὅτι τῶν ἐραστῶν οἱ μὲν ἄνδρες εὔχονται λτ;παργτ;εῖναι Ἥλιον, αἱ δὲ γυναῖκες Σελήνην fr. 104.
Greek Monolingual
ἁ, Α
(δωρ. τ.) βλ. σελήνη.