νησαῖος

From LSJ
Revision as of 11:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

Λάβε πρόνοιαν τοῦ προσήκοντος βίου → Curanda res est, ex decoro vivere → Dass du geziemend lebest, dafür sorge vor

Menander, Monostichoi, 331
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νησαῖος Medium diacritics: νησαῖος Low diacritics: νησαίος Capitals: ΝΗΣΑΙΟΣ
Transliteration A: nēsaîos Transliteration B: nēsaios Transliteration C: nisaios Beta Code: nhsai=os

English (LSJ)

α, Ion. η, ον,

   A insular, χώρα, πόλις, E.Tr.188 (lyr.), Ion 1583; ὄρνιθες Arat.982; πορθμός AP9.242 (Antiphil.).

Greek (Liddell-Scott)

νησαῖος: α, Ἰων. η, ον, ὁ ἀνήκων εἰς νῆσον, νησιωτικός, χώρα, πόλις Εὐρ. Τρῳ. 188, Ἴων 1583· παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσ. μόνον ὡς ὄνομα Νηρηΐδος, Νησαίη.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
d’île, insulaire.
Étymologie: νῆσος.

Greek Monolingual

νησαῑος, -α, -ον και ιων. τ. θηλ. νησαίη (Α)
1. αυτός που ανήκει σε νησί, ο νησιωτικός
2. (το θηλ. ως κύριο όν.) Νησαίη
μία από τις Νηρηίδες
3. φρ. «Νησαῑον πεδίον» — πεδιάδα της Μηδίας στην οποία εκτρέφονταν οι περιφημότεροι ίπποι της αρχαιότητας που ανήκαν στους Πέρσες βασιλείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νήσος + κατάλ. -αῖος, κατά το λιμν-αίος].