ὑπώροφος

From LSJ
Revision as of 12:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)

εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπώροφος Medium diacritics: ὑπώροφος Low diacritics: υπώροφος Capitals: ΥΠΩΡΟΦΟΣ
Transliteration A: hypṓrophos Transliteration B: hypōrophos Transliteration C: yporofos Beta Code: u(pw/rofos

English (LSJ)

ον, = foreg., E.El.1166, Ph.299, HF107 (all lyr.), Call. Iamb.1.414; of a swallow's nest,

   A under the eaves, AP10.2 (Antip. Sid.): c. dat., ὑ. τῷ ἀνδρί Berl.Sitzb.1927.164 (Cyrene).

German (Pape)

[Seite 1242] = Vorigem; μέλαθρα Eur. Phoen. 306; χελιδών Antp. Sid. 37 (X, 2); – βοὰ ὑπώροφος, ein Ton, wie der der Rohrpfeife, sanft, leise, von ὄροφος = κάλαμος, Eur. El. 1166; s. Lob. zu Phryn. 706.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπώροφος: ον = τῷ προηγ., Εὐρ. Ἠλ. 1166, Φοίν. 299, Ἡρ. Μαιν. 107· ὑπ. οἰκία, ἡ ὑπὸ τὸ γεῖσον φωλεὰ τῆς χελιδόνος, Ἀνθ. Παλατ. 10. 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. ὑπωρόφιος.

Greek Monolingual

-η, -ο / ὑπώροφος, -ον, ΝΜΑ
στεγασμένος
αρχ.
φρ. α) «ὑπώροφος οικία»
(στην ποίηση) φωλιά χελιδονιού στο γείσο οροφής (Ανθ. Παλ.)
β) «ὑπώροφος βοή» — ανάλαφρος ήχος, όπως ο ήχος του καλαμένιου αυλού (Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -ώροφος (< ὄροφος), πρβλ. πολυ-ώροφος. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].