πάμμορος
From LSJ
οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?
English (LSJ)
ον,
A all-hapless, S.OC161 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 454] ganz, sehr unglücklich, Soph. O. C. 161.
Greek (Liddell-Scott)
πάμμορος: -ον, ὅλως ἀτυχής, ἀτυχέστατος, Σοφ. Ο. Κ. 161.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
tout à fait malheureux, infortuné.
Étymologie: πᾶν, μόρος.
Greek Monolingual
πάμμορος, -ον (Α)
πάρα πολύ δυστυχής, δυστυχέστατος («ξένε πάμμορε», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + μόρος (< μείρομαι)].