παλίρροος
πάλαι ποτ' ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι → the Milesians were mighty once
English (LSJ)
ον, contr. πᾰλίρ-ρους, ρουν,
A back-flowing, refluent, κλύδων E.IT1397; ebbing and flowing, metaph., of the breath, ἀήρ Opp.H.2.398; ἄσθμα Tryph.76. II metaph., recurring, returning upon one's head, πότμος E.HF739(lyr.), cf. El.1155(lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλίρροος: -ον, συνῃρ. -ρους, -ρουν, ὁ ῥέων πρὸς τὰ ὀπίσω, ἀναρρέων, κλύδων Εὐρ. Ι. Τ. 1397· ὡσαύτως ὁ πλημμυρῶν καὶ ἀποσυρόμενος, κυρίως ἐπὶ τῆς θαλάσσης, καὶ μεταφορ., ἐπὶ τῆς ἀναπνοῆς, ἀὴρ Ὀππ. Ἁλ. 2. 398· ἆσθμα Τρυφιοδ. (ὀρθότ. Τριφ-) 76. ΙΙ. μεταφορ. ὁ παλινδρομῶν, κατὰ τῆς κεφαλῆς τινος ὑποστρέφων, πότμος, δίκη Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 759, Ἠλ. 1155.
French (Bailly abrégé)
οος, οον;
qui reflue.
Étymologie: πάλιν, ῥέω.
Greek Monotonic
παλίρροος: -ον, συνηρ. -ρους, -ρουν·
I. αυτός που ρέει προς τα πίσω, παλιρροϊκός, σε Ευρ.
II. μεταφ., παλίνδρομος, αυτός που επιστρέφει στην αρχή, στο ξεκίνημα, στον ίδ.