παρερύω
Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
English (LSJ)
Ion. παρειρύω, only aor. Act. and Pass.,
A draw along the side, φραγμὸν παρείρυσαν Hdt.7.36. IIdraw on one side, στόμα παρειρύσθη the mouth was distorted, Hp.Epid.3.1.ά.
German (Pape)
[Seite 518] (ἐρύω), poc. u. ion. παρειρύω, daneben, davor hinziehen; παρείρυσαν φραγμόν, Her. 7, 36; παρειρύσθη τὸ στόμα, verzerren, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
παρερύω: ποιητ. καὶ Ἰων. παρειρύω, σύρω παρὰ τὴν πλευράν, φραγμὸν Ἡρόδ. 7. 36. ΙΙ. σύρω πρὸς τὸ ἓν μέρος, παρειρύεται τὸ στόμα, τὸ στόμα διαστρέφεται, Ἱππ. Ἐπιδ. 3. 1059.
French (Bailly abrégé)
tirer en avant, acc..
Étymologie: παρά, ἐρύω.
Greek Monolingual
και ιων. τ. παρειρύω Α
1. σύρω κάτι παράλληλα με το πλευρό («φραγμὸν παρείρυσαν ἔνθεν καὶ ἔνθεν ἵνα μὴ φοβέηται τὰ ὑποζύγια τὴν θάλασσαν ὑπερορῶντα», Ηρόδ.)
2. σύρω προς τη μία πλευρά, τραβώ προς το πλάι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἐρύω «σύρω, έλκω»].