περιχειλόω
From LSJ
σφάγιον ἐπ' ὀλέθρῳ, γυναικεῖον ἀμφικεῖσθαι μόρον → my wife's death, lies upon me, bringing destruction after death | Is it that now there waits in store for me, my own wife's death to crown my misery
English (LSJ)
A edge round, σιδήρῳ with iron, X.Eq.4.4.
German (Pape)
[Seite 600] rings einfassen, mit einem Rande umgeben, Xen. Equ. 4, 4.
Greek (Liddell-Scott)
περιχειλόω: περιβάλλω τι ὁλόγυρα μὲ χείλη, περιχειλώσας σιδήρῳ, ὡς ἂν μὴ σκεδαννύωνται (οἱ λίθοι) Ξεν. Ἱππ. 4, 4.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
entourer d’un rebord.
Étymologie: περί, χεῖλος.
Greek Monotonic
περιχειλόω: μέλ. -ώσω, ακονίζω ολόγυρα, πλαισιώνω γύρω γύρω, σε Ξεν.