τηλεσκόπος
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ον,
A far-seeing, ὄμμα Ar.Nu.290 (lyr.). II proparox. τηλέσκοπος, ον, far-seen, conspicuous, Hes.Th.566,569, S.Fr. 338 (Bentley, for τῇδε σκοπῶν), Limen.1, AP6.251 (Phil.); parox. in Max.436, Musae.237.
German (Pape)
[Seite 1106] weit od. fern schauend, ὄμμα, Ar. Nubb. 290; – mit verändertem Tone, τηλέσκοπος, von weitem, aus der Ferne gesehen; Hes. Th. 566. 569; Soph. frg. 319; ὄχθον Λευκάδος τηλέσκοπον ναύταις, Philp. 11 (VI, 251).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui observe au loin.
Étymologie: τῆλε, σκοπέω.
Greek Monolingual
ο / τηλεσκόπος, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
ζωολ. γένος οπισθόγλυφων φιδιών της οικογένειας κολουμβρίδες με 15 περίπου είδη, κυρίως της Αφρικής και της νοτιοδυτικής Ασίας, από τα οποία το είδος Telescopus fallax απαντά και στη νοτιοανατολική Ευρώπη και στη χώρα μας, κν. γατόφιδο
αρχ.
αυτός που βλέπει πολύ μακριά («ἐπιδώμεθα τηλεσκόπῳ ὄμματι γαῑαν», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τηλ(ε)- + -σκόπος (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. οιωνο-σκόπος. Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργ. σημ. Η λ., ως επιστημ. όρος της Νέας Ελληνικής, είναι αντιδάνειο, πρβλ. νεολατ. telescopus].